Γεννήθηκα στα Χανιά, στα Φακωθιανά το 1960.
Το όνειρο μου από παιδί ήτανε να αγοράσω ένα βουνό και να ζήσω πάνω του. Σαν αποφοίτησα, το λοιπόν, από τη δημόσια κατωτέρα Τεχνική Σχολή Χανίων (ή Βουιδοσχολή), και στην ηλικία των 15 χρονών, μπάρκαρα στα βαπόρια καθαριστής στη μηχανή. Τζόβενο στην αρχή, και μετά ναύτης. Μέχρι που ήρθε η ώρα μου να υπηρετήσω την πατρίδα.
Στα μεσοδιαστήματα από το ένα μπάρκο στο άλλο, και μέχρι να καταταγώ, εξασκούσα το επάγγελμα του λατόμου.
Πριν το τελευταίο μου μπάρκο γνώρισα τη Ρίτα. Ήταν τότε που έσπασε το τέλι της μοίρας μου, κι ώστε να περάσει καινούργιο, να το κουρντίσει και να ντρακάρει πάλι το σκοπό της, εσυνήθισε ο γεις τον άλλο μας. Λίγο καιρό αφού απολύθηκα παντρευτήκαμε.
Εν τω μεταξύ εφευρέθηκε η σφύρα, με συνέπεια η δουλειά του λατόμου, όταν υπήρχε, να 'ναι μια καθημερινή περιπέτεια στη μαδάρα ή στα πιο απομακρυσμένα χωριά του νομού. Ξεκίνησα λοιπόν την οικοδομή, που μου ήταν οικεία.
Με τη σπορά του πρώτου μας γιου, του Μανόλη, θυμήθηκα το παιδικό μου όνειρο και μέχρι να γεννηθεί, βρήκα το βουνό μου τα Μαύρα Πηλά. Από τότε άρχισα να μοιράζω τον καιρό μου ανάμεσα στην οικοδομή και στα Μαύρα Πηλά. Από τα καλούπια πέρασα στα χτισίματα και τους σοβάδες. Μετά από κάμποσα πλιάτσικα σε κατεδαφίσεις πετρόχτιστων σπιτιών άρχισα να συγκρίνω το παλιό και το καινούριο, το μόνιμο και το πρόχειρο.